- ισχυρογνωμοσύνη
- ηαδικαιολόγητη επιμονή σε κάποια γνώμη, πείσμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἰσχυρογνωμοσύνῃ — ἰσχυρογνωμοσύνη obstinacy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυρογνωμοσύνη — η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) [ισχυρογνώμων] η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση … Dictionary of Greek
ἰσχυρογνωμοσύνης — ἰσχυρογνωμοσύνη obstinacy fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek
πεισματικός — ή, ό / πεισματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (Ι)] αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα 2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως… … Dictionary of Greek
αδιαλλαξία — η [αδιάλλακτος] έλλειψη διαλλακτικότητας, ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, φανατισμός … Dictionary of Greek
αδιατρεψία — ἀδιατρεψία, η (Α) [ἀδιάτρεπτος] ισχυρογνωμοσύνη, θρασύτητα, αδιαντροπιά … Dictionary of Greek
ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… … Dictionary of Greek
ατεραμνότης — ἀτεραμνότης, η (Α) επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek
αυθάδεια — η (AM αὐθάδεια) [αυθάδης] θράσος αρχ. 1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα 2. σκληρότητα ή τραχύτητα χαρακτήρα 3. (για έργα τέχνης) εκφραστική ακαμψία, τραχύτητα 4. αλαζονεία … Dictionary of Greek